Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

η σύριγγα

См. также в других словарях:

  • σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… …   Dictionary of Greek

  • σύριγγα — η όργανο για ενέσεις: Βράσε τη σύριγγα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύριγγα — σύ̱ριγγα , σῦριγξ shepherd s pipe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πασχαλιά — (σύριγγα η κοινή). Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στην ανατολική Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Συναντάται σε πετρώδης περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας έως τη Θεσσαλία. Είναι γνωστή και… …   Dictionary of Greek

  • ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… …   Dictionary of Greek

  • PANDURA seu PANDURIUM — PANDURA, seu PANDURIUM aliter apud recentiores, aliter apud veteres Scriptores accipitur, Panduram enim vetustiores trichordum appellavêre, vocemque ipsam acceptam tulêre Assyriis. Pollux, Τρίχορδον δὲ, ὅπερ Α᾿ςςόριοι πανδούραν ὠνόμαζον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… …   Dictionary of Greek

  • άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • γονιμοποίηση — Στον άνθρωπο ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ένωση ενός ωαρίου και ενός σπερματοζωαρίου για τη δημιουργία ενός γονιμοποιημένου ωαρίου, του πρώτου κυττάρου ενός εμβρύου. Στους ανώτερους οργανισμούς, όπως είναι τα περισσότερα ζώα και… …   Dictionary of Greek

  • ευτρεπίζω — (ΑΜ εὐτρεπίζω) [ευτρεπής] 1. παρασκευάζω, ετοιμάζω, τακτοποιώ, συγυρίζω 2. παθ. ευτρεπίζομαι είμαι έτοιμος, παρασκευάζομαι νεοελλ. 1. μέσ. ευτρεπίζομαι καλλωπίζομαι 2. φρ. α) ναυτ. «ευτρεπίζω την άγκυρα» απαλλάσσω την άγκυρα από τις περιπλοκές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»